- φιλορωσικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά1. αυτός που εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Ρωσίας: Φιλορωσική πολιτική.2. αυτός που γίνεται σε έκφραση αγάπης προς τη Ρωσία ή τους Ρώσους: Φιλορωσικές εκδηλώσεις.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.